- αναβαπτιστής
- ο анабаптист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναβαπτίζω — (Α ἀναβαπτίζω) βαπτίζω εκ νέου, ξαναβαφτίζω νεοελλ. ανακαινίζω, ανακαθαίρω με νέο βάπτισμα αρχ. βυθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαπτίζω. ΠΑΡ. αναβαπτισμός μσν. νεοελλ. αναβάπτισις ( η), αναβάπτισμα νεοελλ. αναβαπτιστής] … Dictionary of Greek